Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Σήμερα θέλω να μοιραστώ μαζί σας τις αναμνήσεις μιας γυναίκας από το εγκαταλελειμμένο χωριό Βρέτσια. Το χωριό Βρέτσια είναι «διάσημο» λόγω του αείμνηστου Τουρκοκύπριου ηγέτη της Αριστεράς, Ozker Ozgur. Η Zalihe Yababa που γεννήθηκε το 1953 στα Βρέτσια έγραψε για το χωριό, στη διαδικτυακή εφημερίδα «Gazedda» η οποία ανήκει στον φίλο μας Nuri Silay. Συνοπτικά, έγραψε τα ακόλουθα: «Το χωριό Βρέτσια βρισκόταν στις πλαγιές του Τροόδους, οπότε ήταν ανάμεσα σε βουνά με πολλές ανηφόρες. Για να φτάσουμε στα χωράφια, έπρεπε να περάσουμε από πολλά κακοτράχαλα μονοπάτια. Επειδή ήταν κοντά στο Τρόοδος, κάθε χειμώνα χιόνιζε στο χωριό μας. Ο πληθυσμός του ήταν περίπου 500 άτομα».
«Το σπίτι μας»
«Το σπίτι μας ήταν χτισμένο σε ένα οικόπεδο με δύο σκάλες κήπο. Στην αυλή είχαμε φούρνο όπου ψήναμε ψωμί και δίπλα ήταν το κοτέτσι και μια καρυδιά. Από κάτω ήταν η πέτρινη σκάφη όπου πλέναμε τα ρούχα μας. Μεταξύ του σπιτιού μας και του δρόμου, υπήρχε ένα αυλάκι. Και η βρύση της γειτονιάς ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι, έτσι ακούγαμε το τρεχούμενο νερό, τα πουλιά και τον θόρυβο από τα φύλλα των δέντρων».
Μια συνύπαρξη στη φύση
«Επειδή βρισκόμασταν συνεχώς μέσα στη φύση και δουλεύαμε, ήμασταν πολύ υγιείς, σπάνια αρρωσταίναμε. Αν μας συνέβαινε κάτι, πηγαίναμε στον διάσημο γιατρό μας, τον Ihsan Ali. Αυτός ο καλόκαρδος γιατρός τις περισσότερες φορές αντί για χρήματα ζητούσε προσευχή από τους ασθενείς του. Όταν ήμουν μικρό παιδί, μαζεύαμε φρούτα από τον κήπο μας και πηγαίναμε στα γύρω χωριά για να τα πουλήσουμε με το γαϊδούρι. Ένα από αυτά τα χωριά ήταν ο Αηγιάννης (Άγιος Ιωάννης) και έπρεπε να διασχίσουμε το ποτάμι για να φτάσουμε και κινδυνεύσαμε αρκετές φορές».

Κατσίκα με… σκουλαρίκι
«Ο παππούς μου είχε πολλά χωράφια στα Βρέτσια και πήγαινα να βοηθήσω την εποχή της συγκομιδής και τέλειωνα τον θερισμό του σιταριού πρώτη. Ως ανταμοιβή ο παππούς, μου έδωσε μια κατσίκα. Είχαμε και άλλες κατσίκες και τους δίναμε ονόματα. Κάποιες τις λέγαμε «Κορίτσι με χέννα», κάποιες «το μαύρο κορίτσι». Αγαπούσα πολύ την κατσίκα που μου έδωσε ο παππούς μου και τη φρόντιζα ιδιαίτερα. Την είχα ονομάσει «Το κορίτσι με τα σκουλαρίκια» επειδή τα αφτιά της έμοιαζαν σαν να είχαν σκουλαρίκια. Παρά τις δυσκολίες, εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ όμορφα. Επειδή ζούσαμε στη φύση, δουλεύαμε στα χωράφια και περνούσαμε χρόνο με τα ζώα, δεν καταλαβαίναμε καν ότι περνούσε ο χρόνος».
«Περιοχή Μιλλαρκά»
«Στα Βρέτσια, υπήρχε ένας ξεχωριστός βιότοπος σε ένα ψηλό μέρος που ονομαζόταν Μιλλαρκά. Αυτή ήταν μια γειτονιά σε μια πλαγιά. Εκεί ζούσαν πέντε οικογένειες, όλοι συγγενείς μεταξύ τους. Ανάμεσά τους ήταν η θεία του πατέρα μου Elmaziye Ozgur και ο σύζυγός της Enver. Η κυρία Elmaziye ήταν η μητέρα του Ozker Ozgur. Ο αείμνηστος Ozgur γεννήθηκε σε αυτόν τον μαχαλά. Είχαν σπίτι με πηλό με ένα δωμάτιο και την άνοιξη τα πουλιά έχτιζαν τις φωλιές τους στις στέγες. Υπήρχε μια βρύση που χτίστηκε το 1950 κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας. Δίπλα σε αυτήν υπήρχε μια ελιά τόσο μεγάλη που κάλυπτε τη βρύση. Στην περιοχή αυτή υπήρχαν διάφορα λουλούδια όπως αγριοτριανταφυλλιές, ορχιδέες και νάρκισσοι. Το νερό που έβγαινε από το έδαφος εκτοξεύονταν σε ύψος 3-4 μέτρων. Υπήρχαν αποθήκες νερού, αυλάκια για να μεταφέρουν νερό, πολλοί κήποι με φρούτα και λαχανικά. Αυτοί οι κήποι περιβάλλονταν από πέτρινους τοίχους, λεύκες και κυπαρίσσια. Αυτό το μέρος ονομαζόταν «Subashi» («Κεφαλή του νερού»). Καθώς πήγαινε κάποιος σε αυτήν την περιοχή μέσω χωματόδρομων, συχνά μπορούσε να δει κουνέλια, πέρδικες, ελάφια και αλεπούδες. Επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, χρησιμοποιούσαμε φανάρια για να βλέπουμε. Μερικές φορές ακούγαμε έναν ήχο και φοβόμασταν, αλλά μετά βλέπαμε ένα ελάφι να περνάει και χαλαρώναμε και συνεχίζαμε τη δουλειά μας».

«Το δέντρο Berovasa»
Στα βουνά του Τροόδους, που ήταν πολύ κοντά στα Βρέτσια, υπήρχαν πολλά πεύκα. Υπήρχε ένα πεύκο που χρειάζονταν 15 άτομα για να το αγκαλιάσουν, ήταν τόσο τεράστιο. Το δέντρο αυτό ονομαζόταν «Το πεύκο Berovasa». Η κυβέρνηση έθεσε αυτό το δέντρο υπό τον έλεγχό της και ήταν υπό την προστασία των δασονόμων μέρα και νύχτα. Το «Subashi» και το «Πεύκο Berovasa» ήταν δύο πολύ σημαντικά και όμορφα μέρη του χωριού μας Βρέτσια για να τα επισκεφτεί κάποιος».
«Η ζωή στο σχολείο»
«Όσον αφορά τη ζωή μας στο σχολείο, πηγαίναμε τόσο το πρωί όσο και το απόγευμα. Κάθε πρωί μας πρόσφεραν πρωινό στο σχολείο, το οποίο αποτελούνταν από ένα ποτήρι γάλα και ψωμί με μαργαρίνη. Γενικά στο σχολείο υπήρχαν πολύ έξυπνοι μαθητές, σε όλους μας άρεσε να διαβάζουμε. Όταν πήγαινα στο σχολείο, μάζευα «μάππουρους» από τα κυπαρίσσια για να τους χρησιμοποιήσω στο μάθημα των μαθηματικών για τους υπολογισμούς. Κάποιοι φίλοι έφερναν φασόλια για τους υπολογισμούς. Είχαμε έναν τεράστιο βράχο μπροστά από το σπίτι μας, πριν από την είσοδο στην αυλή μας. Ανεβαίναμε σε αυτόν τον βράχο μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς και γλιστρούσαμε προς τα κάτω. Μερικές φορές, έγραφα τον πίνακα πολλαπλασιασμού πάνω σε αυτόν τον βράχο με μια μυτερή πέτρα και τον διαβάζαμε όλοι δυνατά και μελετούσαμε τα μαθηματικά με αυτόν τον τρόπο».
«Πράγματα που με πλήγωσαν»
«Θέλω να μοιραστώ τα πράγματα που με πλήγωσαν όταν ήμουν παιδί. Την εποχή των διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963 δύο από τα αδέλφια μου είχαν πάει στη Λευκωσία για να ζήσουν με τον θείο μου και να μάθουν ραπτική. Μια μέρα η μητέρα μου είχε πάει στη Λευκωσία για να τους δει και λόγω των συγκρούσεων του 1963, οι δρόμοι είχαν κλείσει και δεν μπορούσε να επιστρέψει. Εκείνες τις μέρες εγώ, τα τέσσερα αδέλφια μου και ο πατέρας μου ήμασταν στο χωριό. Ο μικρότερός μας αδελφός ήταν 3 χρονών, ήταν πολύ άρρωστος και πέθανε εκείνο το βράδυ. Εγώ ήμουν 10 χρονών. Ο πατέρας μου είχε άσθμα και έπαθε κρίση άσθματος. Εγώ και τα αδέλφια μου φοβηθήκαμε πολύ και περάσαμε τη νύχτα στην αυλή. Το πρωί πήγαμε σε έναν συγγενή και του είπαμε για τον θάνατο του αδελφού μας. Μας έστειλε στα βουνά να κόψουμε μερικά φύλλα μερσίνης (μυρτιάς) για να τα πάρουμε στο νεκροταφείο και να θάψουμε τον αδελφό μας. Μέχρι να θάψουμε τον αδελφό μου ήταν 10 το πρωί και μετά πήγαμε στο σχολείο. Η δασκάλα μας δεν ήξερε τι είχε συμβεί και χωρίς να ρωτήσει άρχισε να μας τιμωρεί και να χτυπάει τις παλάμες μας με τον χάρακα. Όταν συνέβαινε αυτό κοίταξα στα μάτια του αδελφού μου που στεκόταν δίπλα μου και είδα τη θλίψη του. Ακόμα θυμούμαι τη θλίψη στο βλέμμα του».
«'Παντρεύοντας' τα δέντρα»
«Τα δέντρα που δεν έδιναν καρπούς 'παντρεύονταν' με δέντρα που έδιναν καρπούς. Η θεία Hatice που ήταν παντρεμένη με τον μεγάλο μου θείο μάζευε τα παιδιά και μας ζητούσε να φτιάξουμε μουσική χτυπώντας κονσέρβες. Έκανε έναν 'γάμο' για τα δέντρα και έδενε κορδέλες στα δέντρα για να 'παντρευτούν'. Μας πρόσφερε μερικά γλυκά που έφτιαχνε πιστεύοντας ότι αυτό θα βοηθούσε το δέντρο να καρποφορήσει. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό μας και έτσι ξυπνούσαμε με την ανατολή του ήλιου και πηγαίναμε για ύπνο όταν έδυε ο ήλιος. Οι γάμοι στο χωριό μας γίνονταν με αλληλεγγύη. Όταν καλούσαν τους ανθρώπους στον γάμο, τους έδιναν ένα κερί, ο σκοπός ήταν να ανάψουν το κερί για να βλέπουν πού πηγαίνουν για να μπορέσουν να πάνε στον γάμο, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί. Όλοι οι άνθρωποι του χωριού έφερναν φαγητό για να βοηθήσουν τον οικοδεσπότη και όλοι έτρωγαν χαρούμενοι. Καθώς τα σκέφτομαι όλα αυτά, είμαι πολύ χαρούμενη που γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Βρέτσια».